Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

όχι μεγάλος

  • 1 небольшой

    небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο
    * * *
    μικρός, όχι μεγάλος

    небольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα

    небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > небольшой

  • 2 невеликий

    επ., βρ: -лик, -лика, -лико, πλθ. -лики
    1. όχι μεγάλος μικρός•

    -ик ростом αυτός είναι μικρού αναστήματος (μικρόσωμος).

    2. ασήμαντος•

    потери -ки οι απώλειες δεν είναι μεγάλες.

    Большой русско-греческий словарь > невеликий

  • 3 некрупный

    επ.
    όχι μεγάλος μέτριος.

    Большой русско-греческий словарь > некрупный

  • 4 небольшой

    επ.,.
    1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•

    -ая комната μέτριο δωμάτιο.

    || ολιγάριθμος•

    небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•

    небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.

    || (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•

    небольшой срок μικρή προθεσμία.

    2. ασήμαντος•

    -ая польза μικρή ωφέλεια•

    -ая беда μικρό κακό.

    || μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•

    небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.

    3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•

    небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.

    εκφρ.
    с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•
    за -им д-ломβλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом).

    Большой русско-греческий словарь > небольшой

  • 5 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 6 немалый

    немал||ый
    прил ὄχι μικρός, ὄχι ὁλί-γος, ἀρκετά μεγάλος:
    \немалыйые деньги πολλά χρήματα

    Русско-новогреческий словарь > немалый

  • 7 немалый

    επ., βρ: -мал, -мала, -мало.
    όχι μικρός, όχι λίγος• αρκετά μεγάλος• σημαντικός•

    истратить -ые деньги ξοδεύω αρκετά χρήματα•

    немалый труд αρκετή δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > немалый

  • 8 первый

    (τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•

    впечатление η πρώτη εντύπωση•

    первый курс πρώτο έτος φοίτησης•

    -ое апреля η πρωταπριλιά•

    -ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•

    при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•

    -ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•

    -ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•

    -ая любовь η πρώτη αγάπη•

    первый поцелуй το πρώτο φιλί•

    первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•

    играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•

    предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•

    первый сорт πρώτη ποιότητα•

    первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.

    || ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•

    -ое πρώτο, κατά πρώτο.

    εκφρ.
    - ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•
    - ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•
    из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•
    не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•
    не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•
    первый среди равных – εξέχων, επιφανής.

    Большой русско-греческий словарь > первый

  • 9 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 10 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»